- πανοπλίαι
- πανοπλίαsuit of armour of afem nom/voc plπανοπλίᾱͅ , πανοπλίαsuit of armour of afem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανοπλίᾳ — πανοπλίαι , πανοπλία suit of armour of a fem nom/voc pl πανοπλίᾱͅ , πανοπλία suit of armour of a fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… … Dictionary of Greek
κατάχαλκος — κατάχαλκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλυφθεί με χαλκό ή με ορείχαλκο, επιχαλκωμένος 2. αυτός που ακτινοβολεί από τον απαστράπτοντα χαλκό («κατάχαλκον άπαν πεδίον άστράπτει» ακτινοβολεί όλη η πεδιάδα από τα λαμπερά όπλα, Ευρ.) 3. ενισχυμένος με… … Dictionary of Greek